Dictionary of Greek. 2013.
γείσωμα — το το γείσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεισώματα — γείσωμα pent house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)